CLICK HERE FOR THOUSANDS OF FREE BLOGGER TEMPLATES »

Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2007

Golem (στο φίλο μου τον Μιχάλη)



ονειρεύτηκε ένα σκύλο
που τον ξέχασαν να πνίγεται όλη νύχτα
κρεμασμένο από το πόμολο του παράθυρου
και μια γνωστή ,από αυτές τις χωρίς κανένα λόγο
γεμάτες αυταρέσκεια και αυτοϊκανοποίηση
να λέει
-Χα χα χα τον ξεχάσαμε το κακομοίρη …
κάποιος τον ξεκρέμασε
και ο σκύλος που πνιγόταν αδιαμαρτύρητα όλη νύχτα
τους κοίταζε σχεδόν ευγενικά.
Έτσι κι αλλιώς ένιωθε συνέχεια
το ίδιο ξεγδαρμένο συναίσθημα στη σκυλίσια του ψυχή.

Καθώς σκεφτόταν το όνειρο συνειδητοποίησε ξαφνικά
ότι όλοι σχεδόν οι άνθρωποι της ζωή του
τον περιφρονούν χωρίς κανένα λόγο
έτσι σαν να είναι δική τους ανάγκη να το κάνουν
και σαν να μη το συνειδητοποιούν ούτε εκείνοι
(όπως μέχρι τώρα άλλωστε δε το γνώριζε και αυτός)
σαν να προστατεύουν τον εαυτό τους έτσι
ή ποιος ξέρει γιατί
(αργότερα κατέληξε ότι μάλλον
ο μόνος λόγος που κάποιοι λίγοι άνθρωποι σαν κι αυτόν
εισπράττουν τη περιφρόνηση των πολλών
είναι ότι αυτοί οι λίγοι όπως κ’ αυτός δεν περιφρονούν κανένα ….)
και μολονότι δεν τον ενοχλεί ιδιαίτερα αυτή η περιφρόνηση
κουράστηκε ή μάλλον αηδίασε να μη της δίδει σημασία .

Την άλλη νύχτα ονειρεύτηκε τέσσερεις εαυτούς ταυτόχρονα
ο ένας σε μια ταβέρνα να τον ερωτεύεται μια γυμνή χορεύτρια
ο άλλος στις άκρες μιας πόλης σε κάτι παράξενες στοές
με την τρομακτική αίσθηση του αδυσώπητου χρόνου
ο τρίτος σε έρημους τόπους να ακούει το τραγούδι των ανέμων
και ο τέταρτος εγώ
απαρηγόρητος
που όλα αυτά που θα χαθούν
στους καταρράκτες των ονείρων.

Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2007

Χρονικό Β


Εκεί που σμίγει ο ποταμός
που κατεβαίνει από τα βουνά
τη θάλασσα,
καθίσαμε και κλαίγαμε.
Τα δάκρυά μας τρέχανε
από τα μάτια στα γένια μας
κ΄ από κει στη ζεστή άμμο
που φυτρώνουν οι λυγαριές.
Ένας χαμένος σκύλος μας κοιτούσε
από τα ξερά χρυσά χόρτα.
Τρεις αετοί πετούσαν από πάνω μας.

Τα μεσάνυκτα που άλλαξε ο άνεμος
ήρθε .
Πήγε εκεί που είχαμε τα πράγματά μας
Με το ελαφρό του βήμα
σα να μη μας γνώριζε
η ίσως να μη μας έβλεπε καθόλου.
Τι έψαχνε.
Τότε είδαμε το κοιμητήρι.
Είχε έρθει μαζί του στην έρημη
ακρογιαλιά.
Τα κύματα έβρεχαν τους πρώτους τάφους
Δεν είχε μάθει ακόμα να χειρίζεται το θάνατο..

Ο μικρός γιος του ξύπνησε (μας είπαν)
τη νύχτα εκείνη χαρούμενος.
Είχε δει το πατέρα του.
είχε άλλο όνομα
Και ήταν λέει το λιοντάρι του Θεού στο Ήλιο.
Ήταν λέει φτιαγμένος
Από φωτιά και αγάπη.

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2007

Καθώς ψυχορραγώ


…..βυθίζω το αριστερό μου χέρι στο βράχο.
Είναι φτιαγμένος από αρχαίο χρόνο και φωτιά.

Ο θάνατος είναι μια τούφα ξερά χρυσά χόρτα
στις όχθες του.
Κάτι φωνές πετούν αργά από τη μια μεριά του φαραγγιού στη άλλη.

Κλαίνε οι τρεις γιοί μου και νιώθω ήσυχος
το τραπέζι , το σπίτι, τα βουνά .. όλα !
όλα είναι φτιαγμένα από χρόνο
όπως τα κύματα από νερό
όπως τα σύννεφα από ομίχλη

Όχι όλα
Εγώ είμαι σα δέντρο!
κλωνάρια κλωναράκια
σχέδια διακλαδώσεις
από κάτι που δεν είναι χρόνος
είμαι κάτι μέσα στο χρόνο
εύθραυστο σα τη ζάχαρη
που κρουστάλλιασε
σε παλιό γλυκό πιοτό.

Ήρθαν οι πεθαμένοι
να βοηθήσουν
είναι δύσκολο να είσαι νεκρός.
Είμαι δυσκίνητος και σαστισμένος
σέρνω
κομμάτια της ζωής μου
ένα μεγάλο βράχο
στη μέση του νοτικού γκρεμού
τα καλάμια της αυλής
θερινά μεσημέρια
και ένα κομμάτι θάλασσα
ένα εκκλησάκι μυστικό στην αποθήκη
το αίμα που χύθηκε μια Άνοιξη.

Φύγαν όλοι ζωντανοί και πεθαμένοι.
Φυσά ο άνεμος
ακούω τους σκύλους που γαυγίζουν μακριά
αγανακτισμένους από τη μοναξιά
ανεβαίνει η νύχτα από τα φαράγγια…

Έμεινε μόνο το φεγγάρι
να καρφώνει αμίλητο
το χρόνο
στο βράχο

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2007

Σαλώμη

Σχόλιο στο "ερωτικός χορός" της Meril



Όταν χορεύεις
γίνεται σκοτάδι και σιωπή
σαν τη φωτιά του φεγγαριού
στη θάλασσα.
Μετά ματώνουνε κάτι πληγές
και μια στιγμή
γκρεμίζονται βράχοι
και ξεπηδούν φωτιές και φεγγάρια.


Τότε έρχεται η γριά
μυρίζει η ανάσα της
κρασί
και βάζει τη γλώσσα της
στ αυτί μου

-Σκότωσέ τον








Τα μάτια Του έχουν άστρα μέσα
ένας αέρας φυσά συνέχεια τα μαλλιά του
όταν κάθομαι δίπλα του
ανοίγει τη ψυχή μου και μπαίνει
σα τη μάνα που μπαίνει να νοικοκυρέψει
το δωμάτιο του γιου της
μετά μου φτιάχνει καφέ
και με μαλώνει
που γυρίζω ακόμα στους γκρεμούς

-Σκότωσέ τον





Τα μάτια του έχουν άστρα μέσα
στα μαλλιά του φυσά ο άνεμος της ερήμου
έχει μεγάλες φτερούγες σα του αετού
δε τις ανοίγει να μη τρομάξομε
μα τις νύχτες πετά πάνω από τους γκρεμούς
και κάτω από τα άστρα.




Δε την είδες τη γριά που μ’ αγκάλιασε και μου μιλούσε όσο χόρευες ;









Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2007

Μαρίνα πράσινο αστέρι

Πρίν απο τέσσερα χρόνια ξεκίνησα να φτιάχνω αυτή τη διαδρομή και ακόμα δε τη τέλειωσα δίπλα απο τον ονειρικό καταρράκτη του Αμπά ...και την ονόμασα "Μαρίνα πράσινο αστέρι"
γιατί ειναι ονειρικός τόπος όπως ειναι και το τραγούδι.
Δείτε τη εικόνα , ακούστε το τραγούδι .. μέσα μου , ο τόπος και το τραγούδι ειναι ένα , μόνο που το τραγούδι ειναι λίγο πιο επικίνδυνο απο το γκρεμό ετούτο.

ευχηθήτε μου να τη τελειώσω του χρόνου το καλοκαίρι...
λίγο πράμα και πολύ αγάπη



Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2007

Η εξουσιοδότηση



Παλεύει ένα μεγάλο φορτηγό να περάσει από τα στενά σοκάκια του χωριού μου ανεβαίνοντας στα Αστερούσια όπου κουβαλά ζωοτροφές στους βοσκούς ...

Εκνευρισμένος ο φορτηγατζής ,ανήφορος, μανούβρες, βλαστημιές,
σε μια στροφή βρίσκει κ ένα σταματημένο αγροτικό έξω από ένα μπακαλικάκι …

Αρχίζει τις κόρνες ,βγαίνει ο ιδιοκτήτης να δει ποιος κορνάρει και τον αρχίζει ο φορτηγατζής

-Ρε Μ…. τι αφήνεις τ αμάξι στη μέση ρε Μ… Αντε Γ…. πάρτο από δώ να περάσω
κ.τ.λ.
Ο άλλος δε μιλά , κοιτά αριστερά δεξιά , βρίσκει μια παλάμη , σπάει το παρμπρίζ του φορτηγού , πετά τον φορτηγατζή στο δρόμο , επεμβαίνουν οι παρευρισκόμενοι και τον γλιτώνουν από σίγουρο νοσοκομείο…
Κλαίει ο φορτηγατζής….
-Εγώ ρε φίλε μια κουβέντα είπα …τι έγινε δηλαδή…ρε φίλε ας μού λεγες και συ ρε φίλε ότι ήθελες ….όχι έτσι …ένα μεροκάματο βγάζω κ.τ.λ.
να μη μπορεί να συνέλθει από την «αδικία» και το παράπονο και προπάντων από το «γνωστικό κενό» που έχει δημιουργηθεί μέσα του.

Έχει στο τομέα της βίας εξουσιοδοτήσει τον εαυτό του μέχρι τη λεκτική βία .
Θεωρεί απαράδεκτο το γεγονός ότι ο άλλος πήγε πιο πέρα από τη λεκτική βία
διότι δυστυχώς γ αυτόν έπεσε σε κάποιον που έχει εξουσιοδοτήσει τον εαυτό του για το επόμενο σκαλοπάτι .
Τη σωματική βία.
Ο φορτηγατζής θεωρεί τον εαυτό του άνθρωπο της ειρήνης διότι δε θεωρεί βία αυτό που ίδιος έχει εξουσιοδοτήσει τον εαυτό του να κάνει…
Το ίδιο και χωριανός μου ο οποίος θα εκπλαγεί ίσως και θα αισθανθεί όπως ο φορτηγατζής αν σε ανάλογη κατάσταση κάποιος του τραβήξει πιστόλι…
-Μα εγώ θα λέει ρε φίλε μια μπουνιά σου δωσα …ας μού έδινες και συ δύο … όχι να σκοτωθούμε…
Το ίδιο με τα Ζωνιανά…
Όλοι η ελαιοπαραγωγοί χρόνια τώρα «πανωγράφουν»
δηλώνουν δηλαδή ότι έβγαλαν παραπάνω λάδι από το πραγματικό για να παίρνουν επιδοτήσεις που δε δικαιούνται.
Το κάνουν ανοικτά. Είναι μια παρανομία γνωστή και αποδεκτή κοινωνικά.
Όπως ακριβώς το χασίσι στα Ζωνιανά .
Έχουν εξουσιοδοτήσει τον εαυτό τους να παρανομεί αλλά μέχρι εκεί.
Οπότε δε αισθάνονται παράνομοι .
Το ίδιο και οι Ζωνιανοί.
Αν π.χ. ακούσουν για εμπόριο οργάνων θα πούνε ….
-Πω πω !Μα τι άνθρωποι ειναι αυτοί…εμείς ας πούμε χασίσι φυτεύομε….

Στους τομείς της ηθικής ,της ανθρωπιά ,της τιμιότητας, της νομιμότητας (και όχι μόνο) έχομε εξουσιοδοτήσει το εαυτό μας να είμαστε παραβάτες μέχρι κάποια όρια και αντιλαμβανόμαστε σαν ανήθικους ή απάνθρωπους μόνο όσους τα όριά τους υπερβαίνουν τα δικά μας.

Και βέβαια άλλο είναι να γράφεις παραπάνω λάδι από το να πουλάς χασίσι και άλλο να πουλάς χασίσι από το να σκοτώνεις ανθρώπους όμως ακόμα κι αν βλέπω άλλους πιο ανήθικους ή πιο απάνθρωπους από μένα αυτό δε σημαίνει ότι είμαι ηθικός ή ότι έχω ανθρωπιά διότι δε γίνεται να ειμαι λίγο ηθικός ή λιγο τίμιος όπως ακριβώς δε γίνεται μια γυναίκα να είναι λίγο έγγυος…

και τώρα η ερώτηση

ποιες είναι οι εξουσιοδοτήσεις μας?

με εκτίμηση
Κ.

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2007

Αλλη μια νύχτα


Άλλη μια νύχτα


Ξεκίνησα και ΄γω ένα σπίτι πριν από τριάντα χρόνια…
μα δε το τέλειωσα ποτέ
δεν έβαλα πόρτες
δε σοβάντισα τους τοίχους…
Έβαλα όμως ένα παράθυρο σ ένα δωμάτιο
και κρέμασα μια κουβέρτα για πόρτα
μα τη φάγανε οι κατσίκες
που μπαινόβγαιναν από το στάβλο
όχι όλη
κρέμεται μισοφαγωμένη
χα χα χα χα ..
χέστηκε ο ξάδερφός μου από το φόβο του
στο φώς του φεγγαριού
και φώναζε
-Παναγία μου Παναγία μου κρεμάστηκε !
καλός άνθρωπος
ο μόνος που μ αγαπά
ήρθε και θάψαμε τη μάνα μου
έβρεχε!
κ ας του ‘καμα μήνυση για το χωράφι
είναι καλός άνθρωπος
όταν βρω τ αρχαία
και θα ,μαι εκατομμυριούχος…
εκατομμυριούχος …
έχω καιρό να τον δω
τρία χρόνια τέσσερα που ζούσα στη σπηλιά τ’Αι Γιάννη με τον άλλο παλαβό
τον είδα μόνο μια φορά
με πήρε στο σπίτι , με τάισε, ήπια κρασί
και ρίχτηκα στην υπηρέτρια
καλό κομμάτι όμως
στενοχωρήθηκε μα μού ‘δωσε και λεφτά..
απόψε πάλι τινάξαμε τη μπάνκα
τάπια όλα

για δες όμορφες που είναι οι ελιές
στο άνεμο της νύχτας
για δες το φεγγάρι που στάζει σαν μέλι
από τ ασημένια φύλλα …

δε με βλέπουν οι οδηγοί
μ΄αρέσει αυτό
εγώ τους βλέπω
πάνε σπίτια τους
εγώ έπεσα εδώ
δεν είδα το χαντάκι μα δε κάνει κρύο ούτε βρέχει
που να πάω
στο στάβλο κοιμάμαι όταν βρέχει
είναι ζεστά
ακούω την ανάσα τους
αλλιώς έρχεται εκείνο το μαύρο πράγμα
και γκρεμίζει τη καρδιά μου
κάπου δίχως τέλος
και κάνει τον κόσμο να μοιάζει
σα σκοτωμένο ζώο
ζεστό και σκοτωμένο
κάνει τον κόσμο κρέας
κρέας φρεσκοσφαγμένο
χωρίς δικαιολογίες
…και ναι μωρέ δε πειράζει
είναι όμως καλό παιδί
έξυπνο…
παιδί λέει !
εξήντα χρονώ άθρωπος…

μόνο το κρασί

Ο Παππούς σταύρωνε το μαξιλάρι
εγώ τι να σταυρώσω να κοιμηθώ
τα χόρτα …
Μάνα μου !
θέλω να περάσει κ άλλο αμάξι
να φωτίσει τις ελιές
και τα χόρτα
τα χόρτα που είναι στη άκρη του δρόμου
τα χόρτα αγαπώ !
τι περιμένουν κ αυτά από τη ζωή
γιατί ζουν
δε πίνουν κιόλας….





Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2007

Χρονικό




Χρονικό


Κινδυνεύομε στους γκρεμνούς σαν ποιητές.
Το βουνό που ανεβαίνει ομαλά από το βορά στα χίλια μέτρα
γκρεμίζεται απότομα στη νότια θάλασσα.

Πολλά χιλιόμετρα δύσκολοι γκρεμοί…..
Τεράστιοι βράχοι πέτρινοι άρχοντες
με τη θάλασσα στα πόδια τους σα σκλάβα.

Στα διαζώματα φυσούν οι αιώνιοι άνεμοι
που μας δυσκολεύουν μπερδεύοντας τα σχοινιά μας
Βρίσκομε τ΄ αρχαία μονοπάτια
στη μέση του χάους
εκεί που μάθαιναν να μη φοβούνται
οι ορεσίβιοι.
Βρίσκομε τα σημάδια γενναίων ανδρών
που διακρίθηκαν
στους δύσκολους αυτούς τόπους, τα καταφύγια των αετών
που δεν λερώνουν τα νύχια τους στο χώμα .
Βρίσκομε τα καταφύγια των λογισμών
που δεν μπορούν να ζήσουν πια
με τους ανθρώπους.

Όταν βγαίνει το φεγγάρι
σταματούμε στις όχθες του χρόνου.
Όσο αντέχει η καρδιά μας.
Δεν μένομε πολύ στις απόκοσμες ακρογιαλιές των αναμνήσεων
που είναι φτιαγμένες
από φως του φεγγαριού και λησμονιά.

Εκεί που ακούγονται
τα κύματα του χρόνου
μέσα στη νύχτα και τη σιωπή.

Αυτός ο ήχος είναι το τραγούδι της νύχτας.
Τα μυστικά λόγια των ανέμων στους έρημους τόπους.
Αυτό είναι το λουλούδι του φεγγαριού που είναι μαζί το αύριο και το χθες.

Αυτό είναι το τραγούδι της νύχτας.

Τα μυστικά λόγια της αφόρητης ομορφιάς.
Φεύγομε. Δεν αντέχει η καρδιά μας.

Βιαζόμαστε.
Ξημερώνει εργάσιμη μέρα.

Ενα video που έφτιαξα κάποτε απο εικόνες που βρήκα εκει στους γκρεμούς των Αστερουσίων ......
λίγο πράμα και πολύ αγάπη


Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2007

Αντι-δώρο

Είπα ας πάω μια βόλτα στη κορυφή
και να τι έφερα

λίγο πράμα και πολυ αγάπη

insomnia#3



...ένα καταπληκτικό σχόλιο απο τον insomnia#3





που δεν άνεχα να αφήσω στη αφάνεια ....



του έδωσα το τίτλο άλλη μια νύχτα


φίλε insomnia#3 συγνώμη για την αυθαιρεσία....







Αλλη μια νύχτα






Είναι κι αυτή μια νύχτα που θα περάσει
με ή χωρίς εσένα η αυγή θα την διαδεχθεί .
Τι κι αν εγώ πνίγομαι ;
τι κι αν προσπαθώ για όλα αυτά να σου μιλήσω ;
για νύχτες δίχως αφή
δίχως όσφρηση και γεύση καμιά .
νύχτες μονότονες
που καταλήγουν
στα ίδια πάντοτε παγωμένα πρωινά .
Αίσθηση κρύου μέταλλου
σαν τανάλια
να σου σφίγγει την καρδιά .

Κι εγώ να γίνομαι
ολοένα και πιο γλυκανάλατος .
Οι λέξεις μου να σχηματίζουν
κλισεδάκια ολοένα και πιο σαχλά :
« Πετώντας πέτρες δεν σβήνεται το φεγγάρι »
ή
« μετρώντας τ’ αστέρια δεν έρχεται ο ύπνος » .

Κι εγώ πάλι δίπλα σου .
Δίχως φασαρία και τυμπανοκρουσίες
μα εσύ να μην το νοιώθεις
τίποτα να μην καταλαβαίνεις .
Ως πότε;
Σε τι να ελπίσω υπομένοντας
τις απανωτές σου κρίσεις ;
Περνάνε οι μέρες , οι μήνες , τα χρόνια .
Πόσες νύχτες δεν ήταν σαν κι αυτή ;
Ίδιες κι απαράλλαχτες .
Χωρίς να βρίσκεις ποτέ το θάρρος
μα ούτε και ποτέ να σε κυριεύει
η υπέρτατη απελπισία !
Όλα σε τόνους πλάγιους
και χρώματα μουντά .

Αν είναι κάτι που δίπλα σου καλά το έμαθα
είναι το να μισώ με όλη μου την ψυχή
τις ‘‘ χρυσές μετριότητες ‘‘ !

Κι εσύ :Χωρίς να μεθάς από ηδονή
ή ν’ αυτοκτονείς από την πίκρα . . .
γυναίκα που προσποιείται τον οργασμό της,
εκείνον που ποτέ δεν έρχεται ,
κοροϊδεύοντας άραγε ποιόν ;
Μήπως εκείνον που έχει ήδη γυρίσει πλευρό
και ροχαλίζει ;

Ναι στα σίγουρα
κι ετούτης της νύχτας οι ώρες
προς κάποια αυγή θ’ αργοκυλήσουν .
Θα έλθει όμως μια νυχτιά που η δικιά μου
– επιτέλους –
η αυγή θα την διαδεχθεί .

Μόνο που τότε εσύ δεν θα είσαι πιά εκεί .

Μα ακόμα περισσότερο
τότε
ούτε κι εγώ δεν θα είμαι σε θέση
την απουσία σου ν’ αντιληφθώ . . .
-----------------------------------

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2007

Vendetta

Ανάψαμε φωτιές στις κορφές
να μαθευτεί το φονικό.
Καθίσαμε στη αυλή
και περιμέναμε….
Ήρθαν οι πεθαμένοι
τους ξεσήκωσε το αίμα
καθίσανε στα πεζούλια σειρές σειρές
κοιτάζανε τα καινούργια σπίτια
τα μικρά παιδιά..
ήταν ανήσυχοι
περιμένανε να κάμομε το χρέος μας.

Τους κοιτάζαμε και μείς
ακούγαμε το άνεμο
που κατέβαινε από τα φαράγγια
το κλάμα των γυναικών
ήρθε κι ο σκοτωμένος
σαστισμένος από το θάνατο
δεν ήξερε με ποιους να πάει.

Φύγαμε
βγήκαμε ψηλά
στης νύχτας
τις κορφές
στα μονοπάτια του χρόνου
αρχαίες γέφυρες στο χάος
να βρούμε τη συμπόνια που χρειάζεται
για να σκοτώσομε

///////////////////////

Όταν πέθαινες
είδα στα μάτια σου μια θάλασσα.
Μετά τους δυό αετούς που χανότανε στη κορφή
και το μικρό σου γιό.
Εσύ τι έβλεπες στα μάτια μου
όταν σε σκότωνα?

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2007

κόκκινος σκύλος

Παράξενη νύκτα.
προσκυνούν τα δέντρα
κάτι απρόσμενους άνεμους.

Ένας κόκκινος σκύλος
σκοτωμένος
κείτεται ήσυχα ήσυχα
στην άκρη του δρόμου.
Πρόλαβα και είδα από τ αμάξι
μια τούφα στη ράχη του
που χάιδευε ο άνεμος
που τάραζε τα δέντρα.

Κείτεται ήσυχα ήσυχα
γυρισμένος στο πλάι
με τη ράχη του στη ταραχή του δρόμου
σαν παιδί που κουράστηκε να το μαλώνουνε όλη μέρα
και εγκαταλείφθηκε
στην αγκαλιά της μάνας του της γής
και στου ανέμου το χάδι
με εμπιστοσύνη και λησμονιά
όπως όλοι οι νεκροί.



Άφησα τη ψυχή μου ελεύθερη στο άνεμο
να πάει
στις απόκοσμες κορφές
που δέρνει το φεγγάρι
και βαθιά στο πέλαγος
σε κάτι βράχους
που δέρνουν τα κύματα
χωρίς έλεος.

Και είδα τη γη που σβουρίζει στο απίστευτο χάος
με όλους εμάς ανόητους ,ταραγμένους
κύμβαλα αλαλάζοντα
τόσο απροετοίμαστους
να γυρίσομε τη πλάτη στο πολύβουο κόσμο
και να εγκαταλειφθούμε επιτέλους
με εμπιστοσύνη και λησμονιά
στο χάδι του ανέμου
και στα χέρια του Θεού.

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2007

βηθεσδά

Σαράντα χρόνια τώρα
βλέπω το Άγγελο
να κατεβαίνει από τον ουρανό
για να ταράξει τα νερά.

Τα τελευταία χρόνια
έφυγαν όλοι
οι παλιοί γιατρεύτηκαν
οι καινούργιοι χάσανε τη πίστη τους
ο τόπος ξεχάστηκε
έμεινα μόνος εγώ.
Εγώ και ο Άγγελος.

Δε βιάζεται πια να φύγει
κάθεται στη άκρη της δεξαμενής
ταράζει πολύ ώρα τα νερά
κανείς δε βιάζεται πια
είμαστε μόνοι
εγώ παράλυτος στο κρεβάτι
και αυτός με τις φτερούγες
του αετού.

Τα μάτια του
έχουν άστρα μέσα
η καρδιά του είναι οκτώ χρονώ παιδιού
είναι φτιαγμένος
από φωτιά και αγάπη
ένα παιδί μου είπε
το όνομά του
είναι λέει
το Λιοντάρι του Θεού
στον Ήλιο

Χειμώνιασε
τις νύχτες κάνει κρύο.
Πριν πετάξει
με αυστηρότητα
για τις αμαρτωλές μου σκέψεις
που δυστυχώς
ούτε εδώ δε λένε να με εγκαταλείψουν
μου φτιάχνει τα σκεπάσματα
και ανοίγει τις φτερούγες
για τον ουρανό

Τίποτε δε με σώζει
μόνο η υπομονή.
"

Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2007

Η γραφομηχανή

Γεννήθηκα στο χωριό κάτω από το αρχαίο βράχο.
Το χειμώνα ταΐζαμε με κλεμμένο γάλα
παρατημένα γαϊδουράκια με τεράστια μάτια
τα βρίσκαμε στους ποταμούς.
Ψοφούσαν πάντα χωρίς παράπονο
σα το Παππού που θα πεθάνει έτσι κ’ αλλιώς.

Το καλοκαίρι σκοτώναμε όρνεα
μεθυσμένοι από τη ζέστη και το αίμα
Τα μεσημέρια κολυμπούσαμε
σε στέρνες σκοτεινές με πράσινα νερά

τις νύχτες ακούγαμε τους σκύλους
που γαύγιζαν τον άνεμο που κατέβαινε από τα βουνά.
και το χρόνο που χύνονταν σα αίμα
στους δρόμους του φεγγαριού


Κάποιος είπε πως μια νύχτα την είδε γυμνή
και παραλίγο να τον σκοτώσομε με τις πέτρες
Είχε και γραφομηχανή.
Έμενε στη γειτονιά μου
Μια μέρα με φώναξε με τ’ όνομά μου
τρεις νύχτες το ίδιο όνειρο
να με φιλά στο στόμα
σε μια άδεια στέρνα
η γραφομηχανή να γράφει μόνη της
τα λόγια
της αβάσταχτης ομορφιάς

Χάθηκε κ αυτή και η γραφομηχανή
χάθηκαν και τα λόγια

Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2007

Κίτρινα φώτα


τελικά τον έλεγαν Αχιλλέα .

Τριάντα χρόνια αναρωτιέμαι

μ’ αυτή την αίσθηση του γνωστού που διαφεύγει

πως έλεγαν το ξάδερφο της

δεκαοκτώ χρονών εγώ δεκάξι αυτή.

Απόψε ,ξαφνικά χωρίς λόγο

λέω α- ναι τον έλεγαν Αχιλλέα.


Τις νύχτες κοιμόταν στις ξαδέλφες της

πήγαινα και ‘γώ σα το κλέφτη

πίναμε βερμούτ και κάπνιζα συνέχεια ένα τσιμπούκι

μας στρώνανε στο πάτωμα της κουζίνας

και έφευγα τα χαράματα για το υπόγειό μου

στο σπίτι που ζούσαμε τότε.

καταλαβαίνεις τι λέω έτσι δεν είναι ;


Αφήνομε εαυτούς σα τα κουφάρια

που αφήνουν τα τζιτζίκια στα δέντρα

σε διάφορους τόπους και χρόνους

εαυτούς άγνωστους μεταξύ τους

και σε μάς

καμιά φορά

τους συναντάμε στα όνειρά μας

ή βαθιά στα μάτια ξεχασμένων φίλων

δε μας κατηγορούν πια

σα τα παιδιά που κουραστήκανε να κλαίνε


[Θυμάσαι που είχαν βάλει

κάτι κίτρινα φώτα στους δρόμους

έξω από το Λύκειο και φυσούσαν οι νοτιάδες

που μας έλιωναν τη ψυχή

και έμενε ένα γυμνό κορμί

δεκαοκτώ χρονών;]


πώς και δε συναντηθήκαμε τότε ή μήπως..


Θέλω να με καταλαβαίνεις

γιατί θα πιούμε απόψε απ ότι βλέπω

θα κατεβούμε στα υπόγεια της μνήμης

να βρούμε κομμάτια

να φτιάξομε ένα παρελθόν

που να γνωριζόμαστε από τότε

θα προτιμούσα εκεί στα κίτρινα φώτα

που έδιδε χρώμα στις μπλέ ποδιές

όταν φυσούσαν οι νοτιάδες.


Να λοιπόν λύθηκε κ αυτό το πρόβλημα

βάλε κρασί !


τελικά τον έλεγαν Αχιλλέα.

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2007

Επίλογος




Επίλογος

Αν είναι αν πούμε κάτι

τώρα είναι η ώρα να μιλήσομε

Τώρα που ανασαίνουμε ελεύθεροι

από τα πάθη που μας έπνιγαν

στις θάλασσες και τ’ ακρογιάλια

που γυρίζαμε τόσα χρόνια


Αν είναι αν πούμε κάτι

τώρα θα μπορούσαμε να μιλήσομε

πριν φύγομε για τις κορφές

και μας καρφώσει αμίλητους

το φεγγάρι στο Βράχο


Όσοι γλιτώσαμε από τη λαγνεία και το θάνατο

των φεγγαριών και των ανέμων


Θρηνήσαμε Νεκρούς .

Όταν τους συναντάμε καμιά φορά εκεί στις άδειες αμμουδιές

δε μας βλέπουν


Χαμένοι στο χρόνο τους και στη λησμονιά

σα θαλάσσια ξύλα

που οι δίνες του χρόνου

πετούν στις απόκοσμες ακτές των αναμνήσεων


[Ήταν τόσο δύσκολο να νιώσομε

ότι άλλο είναι να πετάς και άλλο να πέφτεις…..]

(τις νύχτες που ονειρεύεσαι ότι πετάς

Σ’ εκείνους τους θαλασσινούς γκρεμούς

Που φτιάχνεις από φως του φεγγαριού και ελευθερία

θέλω να το σκεφτείς βαθιά αυτό

ότι άλλο είναι να πετάς και άλλο να πέφτεις..)


Ο θάνατος μας δίδαξε το χρόνο

μας δίδαξετο ποτάμι των μορφώνμε τις απόκοσμες όχθες

και τις ακτές της αβάστακτης ομορφιάς


η ομορφιά μας δίδαξε τη μοναξιά

το τραγούδι των ανέμων στους έρημους τόπους

και το λουλούδι του φεγγαριού

που είναι μαζί το αύριο και το χθες


Ο χρόνος μας δίδαξε τη συμπόνια.


Τι άλλο να αισθανθεί κανείς για τις Μορφές

που φτιάχνονται για να χαθούν

στο ποτάμι των αιώνων

όπως τα πρόσωπα στα σύννεφα

που σπρώχνουν οι άνεμοι


ανακαλύψαμε στους γκρεμούς

τις όχθες του χρόνου

και στα απρόσιτα διαζώματα

τις ακτές της αιώνιας θάλασσας


Ξαφνικά αρχίσαμε να ζούμε τη ζωή

σαν να είναι ήδη ανάμνηση

γραμμένη στη μνήμη

αυτών που θα ζουν αυτών που αγαπάμε

και αυτό είναι μια ελευθερία

και μια πληγή


Αγαπήσαμε την Αλήθεια.

γιατί εμείς δεν είμαστε ποιητές

απλώς κρύβομε σε περίοπτη θέση

σαν το βιολί που ακούγεται στο φαράγγι

τα λόγια που θέλομε να ακούσεις."

Δευτέρα 30 Ιουλίου 2007

Το φώς ως ιμάτιον

Το φώς ως ιμάτιον

Έρχονται στο χωριό για το Πάσχα
Έρχονται από την Αθήνα , από τη Γερμανία ,κάποιος από το Βόλο….
Κυρίως από την Αθήνα.

Όσοι έχουν φέρει ακριβό αμάξι
παρκάρουν στη πλατεία .
Κατεβαίνουν δήθεν αδιάφοροι ,
επιτέλους δικαιωμένοι.

Έχουν μια έξαψη και ένα κάπως παιδικό θρίαμβο…
όπως χτυπάνε τη πόρτα
και κάθονται στις παλιές καρέκλες
ψάχνοντας στα μάτια μας
την πληρωμή της ξενιτιάς…

Μετά από λίγο ξεχνιούνται
Κοιτάζουν τους ευκαλύπτους, τον αρχαίο βράχο ,
τους γερόντους που ζουν ακόμα , αναλίωτοι , χαμένοι στο χρόνο τους
τις ίδιες φωτογραφίες στους τοίχους
με τους πεθαμένους λυράρηδες
και τους καπετάνιους
τις γριές που αγωνίζονται τοίχο τοίχο τον ανήφορο και το θάνατο

Ερχεται και η νύχτα
ακούνε τους σκύλους που γαυγίζουν μακριά
νιώθουν στη καρδιά τους
τη λεπίδα του φεγγαριού…

μπαίνουν στα όνειρά τους
γιατί αυτοί είναι οι τόποι των ονείρων τους.

Τους κερνούμε ρακές, τους προσέχομε

Όταν ακουστεί το νυχτοπούλι
Φεύγουν απαρηγόρητοι και μεθυσμένοι.
Σταματούν κάποιες στιγμές απότομα
Έτοιμοι να δεχτούν την αποκάλυψη
που αισθάνονται να γεννιέται μέσα τους.

Αυτό το τεράστιο νόημα που όλο έρχεται να ξεσπάσει σα κύμα
και ποτέ δε φτάνει

Αυτό που θα τα ξεκαθαρίσει όλα αυτά δια μιάς
τα όνειρα, τους γέρους ,τα σοκάκια ,τις μυστικές στοές στην αποθήκη,
το αίμα που χύθηκε μια Άνοιξη
εκείνο το κορίτσι που γελούσε κάποτε στο ήλιο
αυτή την αυλή που δεν είναι πια ακριβώς αυλή
είναι και ένα συναίσθημα
και τα σχέδια των ίσκιων των ευκαλύπτων στο φως του φεγγαριού
που είναι πλέον σκέψεις.
σκέψεις μέσα σε σκέψεις
τόποι της μεθυσμένης τους ψυχής
όπως το κοιμητήρι
που έμπαινε στη θάλασσα
και βρέχανε τα κύματα
τους πρώτους τάφους…


Η νύχτα είναι λίγο δύσκολη απόψε
με το Άνοιξη να διαπερνά σιγά σιγά τους ανέμους

Η νύχτα είναι πάντα δύσκολη στις δίνες του Χρόνου
Αύριο θα τους κεράσομε καφέ.
Τους αγαπάμε.

Δευτέρα 16 Ιουλίου 2007

Οι άνεμοι της ερημιάς

Οι άνεμοι της ερημιάς

Στις άδειες αίθουσες φυσούν οι άνεμοι της ερημιάς.
Τα νερά σαπίσανε τη βιβλιοθήκη
Κάτι έγγραφα πεταχτήκανε χάμαι

Κάπου εδώ πρέπει να τριγυρίζει
Ίσως να κοιμάται εδώ τις νύχτες
Εδώ τον εγκατέλειψα
όταν είταν δέκα χρονών.

Δεν νομίζω να μου κρατά κακία πια…
Στην αρχή έκλαιγε πολύ
και με φώναζε

δεν πίστευε ότι τον άφησα.

Μετά μόνο έκλαιγε.
Σταμάτησε να με φωνάζει.

Για να μη με κατηγορήσει
με ξέχασε .

Μετά έπαψε να κλαίει.


Αν συναντηθούμε
στο έρημο σχολείο
ή στο ποταμό με τα πλατάνια
και με κοιτάξει στα μάτια,
θα κάμει μια αβέβαιη κίνηση
σα μια στιγμή ,μια ελάχιστη στιγμή
να μ' αγκαλιάσει
ίσως να φανεί στο βλέμμα του
η απίστευτη αγάπη

Και θα χαθεί.

Μάλλον κοιμάται εδώ τις νύκτες.

Στα πεταμένα έγγραφα βρήκα το ενδεικτικό του
Με το όνομά μου.



Τρίτη 3 Ιουλίου 2007

Οι γέροι μερακλήδες


Στου Φουρτούνα τη ταβέρνα

Έτσι όπως τρέχω με το αμάξι μου
στους χειμωνιάτικους δρόμους
του κάμπου
και κάνει κρύο και είναι νύκτα
καμιά στιγμή θα βρεθώ
χωρίς να το καταλάβω
στου Φουρτούνα τη ταβέρνα.

Στη αυλή η Φουρτούνενα μεθυσμένη
να βγάζει τα ψωμιά από το φούρνο
δεμένοι οι σκύλοι
και το Μαριώ να κουνιέται και να φωνάζει
-Πατέρα έ Πατέρα
πασίχαρο
να βγει ο Φουρτούνας στην υποδοχή.


Τι άλλο θέλει ο άνθρωπος
να ευτυχίσει στη μέση του κάμπου..


Μια ταβέρνα θέλει
να εμφανιστεί σα το Μινώταυρο
ξαφνικά μπροστά του στο λαβύρινθο του κάμπου



Μια μεθυσμένη ταβερνιάρισσα
να θυμάται τα νιάτα της
τις μικρές ώρες
στα γόνατά μας,
το Μαριώ νάχομε αφορμή
να δερνόμαστε
στα φεγγαρόφωτα λιόφυτα
έτσι και παραπιούμε
και δε κάνομε καλά τα νιάτα μας
και προπάντων
το Φουρτούνα γεμάτο κατανόηση
για τα πάθη των ανθρώπων
να δέρνει τη Φουρτούνενα και το Μαριώ
εκ των προτέρων
αλλά με στοργή
για τη μεγάλη των γυναικών καρδιά
εκεί στα λιόφυτα.


Θεός συχωρέσει.


Μόνο το Μαριώ ζει
και μείς κάτι γέροι μερακλήδες
να ψάχνομε όλη νύχτα
τον έρημο κάμπο

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2007

Ενα τραγούδι

Μορφές του Χρόνου

Σας βλέπω απ' τη φωτογραφία
να με θυμάστε πού και πού
και να μιλάτε μ΄απορία
για τους κατοίκους του ουρανού

Οταν φωτίζει το φεγγάρι
τις παγωμένες κορυφές
σας συντροφεύω στα όνειρά σας
μέσα στου χρόνου τις μορφές

Οταν φυσάνε οι ανέμοι
και μαστιγώνει η βροχή
είναι η δική σας νοσταλγία
που με τραβά ξανά στη γή

Σας βλέπω απ τη φωτογραφία
να μεγαλώνετε αργά
στο χρόνο που σας ταξιδεύει
στα σκοτεινά του τα νερά
Get this widget | Share | Track details