CLICK HERE FOR THOUSANDS OF FREE BLOGGER TEMPLATES »

Δευτέρα 30 Ιουλίου 2007

Το φώς ως ιμάτιον

Το φώς ως ιμάτιον

Έρχονται στο χωριό για το Πάσχα
Έρχονται από την Αθήνα , από τη Γερμανία ,κάποιος από το Βόλο….
Κυρίως από την Αθήνα.

Όσοι έχουν φέρει ακριβό αμάξι
παρκάρουν στη πλατεία .
Κατεβαίνουν δήθεν αδιάφοροι ,
επιτέλους δικαιωμένοι.

Έχουν μια έξαψη και ένα κάπως παιδικό θρίαμβο…
όπως χτυπάνε τη πόρτα
και κάθονται στις παλιές καρέκλες
ψάχνοντας στα μάτια μας
την πληρωμή της ξενιτιάς…

Μετά από λίγο ξεχνιούνται
Κοιτάζουν τους ευκαλύπτους, τον αρχαίο βράχο ,
τους γερόντους που ζουν ακόμα , αναλίωτοι , χαμένοι στο χρόνο τους
τις ίδιες φωτογραφίες στους τοίχους
με τους πεθαμένους λυράρηδες
και τους καπετάνιους
τις γριές που αγωνίζονται τοίχο τοίχο τον ανήφορο και το θάνατο

Ερχεται και η νύχτα
ακούνε τους σκύλους που γαυγίζουν μακριά
νιώθουν στη καρδιά τους
τη λεπίδα του φεγγαριού…

μπαίνουν στα όνειρά τους
γιατί αυτοί είναι οι τόποι των ονείρων τους.

Τους κερνούμε ρακές, τους προσέχομε

Όταν ακουστεί το νυχτοπούλι
Φεύγουν απαρηγόρητοι και μεθυσμένοι.
Σταματούν κάποιες στιγμές απότομα
Έτοιμοι να δεχτούν την αποκάλυψη
που αισθάνονται να γεννιέται μέσα τους.

Αυτό το τεράστιο νόημα που όλο έρχεται να ξεσπάσει σα κύμα
και ποτέ δε φτάνει

Αυτό που θα τα ξεκαθαρίσει όλα αυτά δια μιάς
τα όνειρα, τους γέρους ,τα σοκάκια ,τις μυστικές στοές στην αποθήκη,
το αίμα που χύθηκε μια Άνοιξη
εκείνο το κορίτσι που γελούσε κάποτε στο ήλιο
αυτή την αυλή που δεν είναι πια ακριβώς αυλή
είναι και ένα συναίσθημα
και τα σχέδια των ίσκιων των ευκαλύπτων στο φως του φεγγαριού
που είναι πλέον σκέψεις.
σκέψεις μέσα σε σκέψεις
τόποι της μεθυσμένης τους ψυχής
όπως το κοιμητήρι
που έμπαινε στη θάλασσα
και βρέχανε τα κύματα
τους πρώτους τάφους…


Η νύχτα είναι λίγο δύσκολη απόψε
με το Άνοιξη να διαπερνά σιγά σιγά τους ανέμους

Η νύχτα είναι πάντα δύσκολη στις δίνες του Χρόνου
Αύριο θα τους κεράσομε καφέ.
Τους αγαπάμε.

Δευτέρα 16 Ιουλίου 2007

Οι άνεμοι της ερημιάς

Οι άνεμοι της ερημιάς

Στις άδειες αίθουσες φυσούν οι άνεμοι της ερημιάς.
Τα νερά σαπίσανε τη βιβλιοθήκη
Κάτι έγγραφα πεταχτήκανε χάμαι

Κάπου εδώ πρέπει να τριγυρίζει
Ίσως να κοιμάται εδώ τις νύχτες
Εδώ τον εγκατέλειψα
όταν είταν δέκα χρονών.

Δεν νομίζω να μου κρατά κακία πια…
Στην αρχή έκλαιγε πολύ
και με φώναζε

δεν πίστευε ότι τον άφησα.

Μετά μόνο έκλαιγε.
Σταμάτησε να με φωνάζει.

Για να μη με κατηγορήσει
με ξέχασε .

Μετά έπαψε να κλαίει.


Αν συναντηθούμε
στο έρημο σχολείο
ή στο ποταμό με τα πλατάνια
και με κοιτάξει στα μάτια,
θα κάμει μια αβέβαιη κίνηση
σα μια στιγμή ,μια ελάχιστη στιγμή
να μ' αγκαλιάσει
ίσως να φανεί στο βλέμμα του
η απίστευτη αγάπη

Και θα χαθεί.

Μάλλον κοιμάται εδώ τις νύκτες.

Στα πεταμένα έγγραφα βρήκα το ενδεικτικό του
Με το όνομά μου.



Τρίτη 3 Ιουλίου 2007

Οι γέροι μερακλήδες


Στου Φουρτούνα τη ταβέρνα

Έτσι όπως τρέχω με το αμάξι μου
στους χειμωνιάτικους δρόμους
του κάμπου
και κάνει κρύο και είναι νύκτα
καμιά στιγμή θα βρεθώ
χωρίς να το καταλάβω
στου Φουρτούνα τη ταβέρνα.

Στη αυλή η Φουρτούνενα μεθυσμένη
να βγάζει τα ψωμιά από το φούρνο
δεμένοι οι σκύλοι
και το Μαριώ να κουνιέται και να φωνάζει
-Πατέρα έ Πατέρα
πασίχαρο
να βγει ο Φουρτούνας στην υποδοχή.


Τι άλλο θέλει ο άνθρωπος
να ευτυχίσει στη μέση του κάμπου..


Μια ταβέρνα θέλει
να εμφανιστεί σα το Μινώταυρο
ξαφνικά μπροστά του στο λαβύρινθο του κάμπου



Μια μεθυσμένη ταβερνιάρισσα
να θυμάται τα νιάτα της
τις μικρές ώρες
στα γόνατά μας,
το Μαριώ νάχομε αφορμή
να δερνόμαστε
στα φεγγαρόφωτα λιόφυτα
έτσι και παραπιούμε
και δε κάνομε καλά τα νιάτα μας
και προπάντων
το Φουρτούνα γεμάτο κατανόηση
για τα πάθη των ανθρώπων
να δέρνει τη Φουρτούνενα και το Μαριώ
εκ των προτέρων
αλλά με στοργή
για τη μεγάλη των γυναικών καρδιά
εκεί στα λιόφυτα.


Θεός συχωρέσει.


Μόνο το Μαριώ ζει
και μείς κάτι γέροι μερακλήδες
να ψάχνομε όλη νύχτα
τον έρημο κάμπο