CLICK HERE FOR THOUSANDS OF FREE BLOGGER TEMPLATES »

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2007

Αλλη μια νύχτα


Άλλη μια νύχτα


Ξεκίνησα και ΄γω ένα σπίτι πριν από τριάντα χρόνια…
μα δε το τέλειωσα ποτέ
δεν έβαλα πόρτες
δε σοβάντισα τους τοίχους…
Έβαλα όμως ένα παράθυρο σ ένα δωμάτιο
και κρέμασα μια κουβέρτα για πόρτα
μα τη φάγανε οι κατσίκες
που μπαινόβγαιναν από το στάβλο
όχι όλη
κρέμεται μισοφαγωμένη
χα χα χα χα ..
χέστηκε ο ξάδερφός μου από το φόβο του
στο φώς του φεγγαριού
και φώναζε
-Παναγία μου Παναγία μου κρεμάστηκε !
καλός άνθρωπος
ο μόνος που μ αγαπά
ήρθε και θάψαμε τη μάνα μου
έβρεχε!
κ ας του ‘καμα μήνυση για το χωράφι
είναι καλός άνθρωπος
όταν βρω τ αρχαία
και θα ,μαι εκατομμυριούχος…
εκατομμυριούχος …
έχω καιρό να τον δω
τρία χρόνια τέσσερα που ζούσα στη σπηλιά τ’Αι Γιάννη με τον άλλο παλαβό
τον είδα μόνο μια φορά
με πήρε στο σπίτι , με τάισε, ήπια κρασί
και ρίχτηκα στην υπηρέτρια
καλό κομμάτι όμως
στενοχωρήθηκε μα μού ‘δωσε και λεφτά..
απόψε πάλι τινάξαμε τη μπάνκα
τάπια όλα

για δες όμορφες που είναι οι ελιές
στο άνεμο της νύχτας
για δες το φεγγάρι που στάζει σαν μέλι
από τ ασημένια φύλλα …

δε με βλέπουν οι οδηγοί
μ΄αρέσει αυτό
εγώ τους βλέπω
πάνε σπίτια τους
εγώ έπεσα εδώ
δεν είδα το χαντάκι μα δε κάνει κρύο ούτε βρέχει
που να πάω
στο στάβλο κοιμάμαι όταν βρέχει
είναι ζεστά
ακούω την ανάσα τους
αλλιώς έρχεται εκείνο το μαύρο πράγμα
και γκρεμίζει τη καρδιά μου
κάπου δίχως τέλος
και κάνει τον κόσμο να μοιάζει
σα σκοτωμένο ζώο
ζεστό και σκοτωμένο
κάνει τον κόσμο κρέας
κρέας φρεσκοσφαγμένο
χωρίς δικαιολογίες
…και ναι μωρέ δε πειράζει
είναι όμως καλό παιδί
έξυπνο…
παιδί λέει !
εξήντα χρονώ άθρωπος…

μόνο το κρασί

Ο Παππούς σταύρωνε το μαξιλάρι
εγώ τι να σταυρώσω να κοιμηθώ
τα χόρτα …
Μάνα μου !
θέλω να περάσει κ άλλο αμάξι
να φωτίσει τις ελιές
και τα χόρτα
τα χόρτα που είναι στη άκρη του δρόμου
τα χόρτα αγαπώ !
τι περιμένουν κ αυτά από τη ζωή
γιατί ζουν
δε πίνουν κιόλας….





Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2007

Χρονικό




Χρονικό


Κινδυνεύομε στους γκρεμνούς σαν ποιητές.
Το βουνό που ανεβαίνει ομαλά από το βορά στα χίλια μέτρα
γκρεμίζεται απότομα στη νότια θάλασσα.

Πολλά χιλιόμετρα δύσκολοι γκρεμοί…..
Τεράστιοι βράχοι πέτρινοι άρχοντες
με τη θάλασσα στα πόδια τους σα σκλάβα.

Στα διαζώματα φυσούν οι αιώνιοι άνεμοι
που μας δυσκολεύουν μπερδεύοντας τα σχοινιά μας
Βρίσκομε τ΄ αρχαία μονοπάτια
στη μέση του χάους
εκεί που μάθαιναν να μη φοβούνται
οι ορεσίβιοι.
Βρίσκομε τα σημάδια γενναίων ανδρών
που διακρίθηκαν
στους δύσκολους αυτούς τόπους, τα καταφύγια των αετών
που δεν λερώνουν τα νύχια τους στο χώμα .
Βρίσκομε τα καταφύγια των λογισμών
που δεν μπορούν να ζήσουν πια
με τους ανθρώπους.

Όταν βγαίνει το φεγγάρι
σταματούμε στις όχθες του χρόνου.
Όσο αντέχει η καρδιά μας.
Δεν μένομε πολύ στις απόκοσμες ακρογιαλιές των αναμνήσεων
που είναι φτιαγμένες
από φως του φεγγαριού και λησμονιά.

Εκεί που ακούγονται
τα κύματα του χρόνου
μέσα στη νύχτα και τη σιωπή.

Αυτός ο ήχος είναι το τραγούδι της νύχτας.
Τα μυστικά λόγια των ανέμων στους έρημους τόπους.
Αυτό είναι το λουλούδι του φεγγαριού που είναι μαζί το αύριο και το χθες.

Αυτό είναι το τραγούδι της νύχτας.

Τα μυστικά λόγια της αφόρητης ομορφιάς.
Φεύγομε. Δεν αντέχει η καρδιά μας.

Βιαζόμαστε.
Ξημερώνει εργάσιμη μέρα.

Ενα video που έφτιαξα κάποτε απο εικόνες που βρήκα εκει στους γκρεμούς των Αστερουσίων ......
λίγο πράμα και πολύ αγάπη


Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2007

Αντι-δώρο

Είπα ας πάω μια βόλτα στη κορυφή
και να τι έφερα

λίγο πράμα και πολυ αγάπη

insomnia#3



...ένα καταπληκτικό σχόλιο απο τον insomnia#3





που δεν άνεχα να αφήσω στη αφάνεια ....



του έδωσα το τίτλο άλλη μια νύχτα


φίλε insomnia#3 συγνώμη για την αυθαιρεσία....







Αλλη μια νύχτα






Είναι κι αυτή μια νύχτα που θα περάσει
με ή χωρίς εσένα η αυγή θα την διαδεχθεί .
Τι κι αν εγώ πνίγομαι ;
τι κι αν προσπαθώ για όλα αυτά να σου μιλήσω ;
για νύχτες δίχως αφή
δίχως όσφρηση και γεύση καμιά .
νύχτες μονότονες
που καταλήγουν
στα ίδια πάντοτε παγωμένα πρωινά .
Αίσθηση κρύου μέταλλου
σαν τανάλια
να σου σφίγγει την καρδιά .

Κι εγώ να γίνομαι
ολοένα και πιο γλυκανάλατος .
Οι λέξεις μου να σχηματίζουν
κλισεδάκια ολοένα και πιο σαχλά :
« Πετώντας πέτρες δεν σβήνεται το φεγγάρι »
ή
« μετρώντας τ’ αστέρια δεν έρχεται ο ύπνος » .

Κι εγώ πάλι δίπλα σου .
Δίχως φασαρία και τυμπανοκρουσίες
μα εσύ να μην το νοιώθεις
τίποτα να μην καταλαβαίνεις .
Ως πότε;
Σε τι να ελπίσω υπομένοντας
τις απανωτές σου κρίσεις ;
Περνάνε οι μέρες , οι μήνες , τα χρόνια .
Πόσες νύχτες δεν ήταν σαν κι αυτή ;
Ίδιες κι απαράλλαχτες .
Χωρίς να βρίσκεις ποτέ το θάρρος
μα ούτε και ποτέ να σε κυριεύει
η υπέρτατη απελπισία !
Όλα σε τόνους πλάγιους
και χρώματα μουντά .

Αν είναι κάτι που δίπλα σου καλά το έμαθα
είναι το να μισώ με όλη μου την ψυχή
τις ‘‘ χρυσές μετριότητες ‘‘ !

Κι εσύ :Χωρίς να μεθάς από ηδονή
ή ν’ αυτοκτονείς από την πίκρα . . .
γυναίκα που προσποιείται τον οργασμό της,
εκείνον που ποτέ δεν έρχεται ,
κοροϊδεύοντας άραγε ποιόν ;
Μήπως εκείνον που έχει ήδη γυρίσει πλευρό
και ροχαλίζει ;

Ναι στα σίγουρα
κι ετούτης της νύχτας οι ώρες
προς κάποια αυγή θ’ αργοκυλήσουν .
Θα έλθει όμως μια νυχτιά που η δικιά μου
– επιτέλους –
η αυγή θα την διαδεχθεί .

Μόνο που τότε εσύ δεν θα είσαι πιά εκεί .

Μα ακόμα περισσότερο
τότε
ούτε κι εγώ δεν θα είμαι σε θέση
την απουσία σου ν’ αντιληφθώ . . .
-----------------------------------

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2007

Vendetta

Ανάψαμε φωτιές στις κορφές
να μαθευτεί το φονικό.
Καθίσαμε στη αυλή
και περιμέναμε….
Ήρθαν οι πεθαμένοι
τους ξεσήκωσε το αίμα
καθίσανε στα πεζούλια σειρές σειρές
κοιτάζανε τα καινούργια σπίτια
τα μικρά παιδιά..
ήταν ανήσυχοι
περιμένανε να κάμομε το χρέος μας.

Τους κοιτάζαμε και μείς
ακούγαμε το άνεμο
που κατέβαινε από τα φαράγγια
το κλάμα των γυναικών
ήρθε κι ο σκοτωμένος
σαστισμένος από το θάνατο
δεν ήξερε με ποιους να πάει.

Φύγαμε
βγήκαμε ψηλά
στης νύχτας
τις κορφές
στα μονοπάτια του χρόνου
αρχαίες γέφυρες στο χάος
να βρούμε τη συμπόνια που χρειάζεται
για να σκοτώσομε

///////////////////////

Όταν πέθαινες
είδα στα μάτια σου μια θάλασσα.
Μετά τους δυό αετούς που χανότανε στη κορφή
και το μικρό σου γιό.
Εσύ τι έβλεπες στα μάτια μου
όταν σε σκότωνα?

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2007

κόκκινος σκύλος

Παράξενη νύκτα.
προσκυνούν τα δέντρα
κάτι απρόσμενους άνεμους.

Ένας κόκκινος σκύλος
σκοτωμένος
κείτεται ήσυχα ήσυχα
στην άκρη του δρόμου.
Πρόλαβα και είδα από τ αμάξι
μια τούφα στη ράχη του
που χάιδευε ο άνεμος
που τάραζε τα δέντρα.

Κείτεται ήσυχα ήσυχα
γυρισμένος στο πλάι
με τη ράχη του στη ταραχή του δρόμου
σαν παιδί που κουράστηκε να το μαλώνουνε όλη μέρα
και εγκαταλείφθηκε
στην αγκαλιά της μάνας του της γής
και στου ανέμου το χάδι
με εμπιστοσύνη και λησμονιά
όπως όλοι οι νεκροί.



Άφησα τη ψυχή μου ελεύθερη στο άνεμο
να πάει
στις απόκοσμες κορφές
που δέρνει το φεγγάρι
και βαθιά στο πέλαγος
σε κάτι βράχους
που δέρνουν τα κύματα
χωρίς έλεος.

Και είδα τη γη που σβουρίζει στο απίστευτο χάος
με όλους εμάς ανόητους ,ταραγμένους
κύμβαλα αλαλάζοντα
τόσο απροετοίμαστους
να γυρίσομε τη πλάτη στο πολύβουο κόσμο
και να εγκαταλειφθούμε επιτέλους
με εμπιστοσύνη και λησμονιά
στο χάδι του ανέμου
και στα χέρια του Θεού.

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2007

βηθεσδά

Σαράντα χρόνια τώρα
βλέπω το Άγγελο
να κατεβαίνει από τον ουρανό
για να ταράξει τα νερά.

Τα τελευταία χρόνια
έφυγαν όλοι
οι παλιοί γιατρεύτηκαν
οι καινούργιοι χάσανε τη πίστη τους
ο τόπος ξεχάστηκε
έμεινα μόνος εγώ.
Εγώ και ο Άγγελος.

Δε βιάζεται πια να φύγει
κάθεται στη άκρη της δεξαμενής
ταράζει πολύ ώρα τα νερά
κανείς δε βιάζεται πια
είμαστε μόνοι
εγώ παράλυτος στο κρεβάτι
και αυτός με τις φτερούγες
του αετού.

Τα μάτια του
έχουν άστρα μέσα
η καρδιά του είναι οκτώ χρονώ παιδιού
είναι φτιαγμένος
από φωτιά και αγάπη
ένα παιδί μου είπε
το όνομά του
είναι λέει
το Λιοντάρι του Θεού
στον Ήλιο

Χειμώνιασε
τις νύχτες κάνει κρύο.
Πριν πετάξει
με αυστηρότητα
για τις αμαρτωλές μου σκέψεις
που δυστυχώς
ούτε εδώ δε λένε να με εγκαταλείψουν
μου φτιάχνει τα σκεπάσματα
και ανοίγει τις φτερούγες
για τον ουρανό

Τίποτε δε με σώζει
μόνο η υπομονή.
"

Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2007

Η γραφομηχανή

Γεννήθηκα στο χωριό κάτω από το αρχαίο βράχο.
Το χειμώνα ταΐζαμε με κλεμμένο γάλα
παρατημένα γαϊδουράκια με τεράστια μάτια
τα βρίσκαμε στους ποταμούς.
Ψοφούσαν πάντα χωρίς παράπονο
σα το Παππού που θα πεθάνει έτσι κ’ αλλιώς.

Το καλοκαίρι σκοτώναμε όρνεα
μεθυσμένοι από τη ζέστη και το αίμα
Τα μεσημέρια κολυμπούσαμε
σε στέρνες σκοτεινές με πράσινα νερά

τις νύχτες ακούγαμε τους σκύλους
που γαύγιζαν τον άνεμο που κατέβαινε από τα βουνά.
και το χρόνο που χύνονταν σα αίμα
στους δρόμους του φεγγαριού


Κάποιος είπε πως μια νύχτα την είδε γυμνή
και παραλίγο να τον σκοτώσομε με τις πέτρες
Είχε και γραφομηχανή.
Έμενε στη γειτονιά μου
Μια μέρα με φώναξε με τ’ όνομά μου
τρεις νύχτες το ίδιο όνειρο
να με φιλά στο στόμα
σε μια άδεια στέρνα
η γραφομηχανή να γράφει μόνη της
τα λόγια
της αβάσταχτης ομορφιάς

Χάθηκε κ αυτή και η γραφομηχανή
χάθηκαν και τα λόγια

Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2007

Κίτρινα φώτα


τελικά τον έλεγαν Αχιλλέα .

Τριάντα χρόνια αναρωτιέμαι

μ’ αυτή την αίσθηση του γνωστού που διαφεύγει

πως έλεγαν το ξάδερφο της

δεκαοκτώ χρονών εγώ δεκάξι αυτή.

Απόψε ,ξαφνικά χωρίς λόγο

λέω α- ναι τον έλεγαν Αχιλλέα.


Τις νύχτες κοιμόταν στις ξαδέλφες της

πήγαινα και ‘γώ σα το κλέφτη

πίναμε βερμούτ και κάπνιζα συνέχεια ένα τσιμπούκι

μας στρώνανε στο πάτωμα της κουζίνας

και έφευγα τα χαράματα για το υπόγειό μου

στο σπίτι που ζούσαμε τότε.

καταλαβαίνεις τι λέω έτσι δεν είναι ;


Αφήνομε εαυτούς σα τα κουφάρια

που αφήνουν τα τζιτζίκια στα δέντρα

σε διάφορους τόπους και χρόνους

εαυτούς άγνωστους μεταξύ τους

και σε μάς

καμιά φορά

τους συναντάμε στα όνειρά μας

ή βαθιά στα μάτια ξεχασμένων φίλων

δε μας κατηγορούν πια

σα τα παιδιά που κουραστήκανε να κλαίνε


[Θυμάσαι που είχαν βάλει

κάτι κίτρινα φώτα στους δρόμους

έξω από το Λύκειο και φυσούσαν οι νοτιάδες

που μας έλιωναν τη ψυχή

και έμενε ένα γυμνό κορμί

δεκαοκτώ χρονών;]


πώς και δε συναντηθήκαμε τότε ή μήπως..


Θέλω να με καταλαβαίνεις

γιατί θα πιούμε απόψε απ ότι βλέπω

θα κατεβούμε στα υπόγεια της μνήμης

να βρούμε κομμάτια

να φτιάξομε ένα παρελθόν

που να γνωριζόμαστε από τότε

θα προτιμούσα εκεί στα κίτρινα φώτα

που έδιδε χρώμα στις μπλέ ποδιές

όταν φυσούσαν οι νοτιάδες.


Να λοιπόν λύθηκε κ αυτό το πρόβλημα

βάλε κρασί !


τελικά τον έλεγαν Αχιλλέα.